- τόθεν
- Αεπίρρ. (ποιητ. τ.)1. (ως απόκριση στο ερωτ. πόθεν και στο αναφ. ὅθεν) από εκεί2. όθεν («τόθεν οὐκ ἔστιν ὑπὲρ θνατὸν ἀλύξαντα φυγεῑν», Αισχύλ.)3. έκτοτε4. εκ τούτου, γι' αυτό («Δρεπάνη πόθεν ἐκλήϊσται», Απολλ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θ. το- (< ΙΕ ρίζα *to- / tā-) που εμφανίζεται στο ουδ. το τού άρθρου (βλ. λ. ο, η, το) και στις δεικτικές αντωνυμίες (πρβλ. τοῖος, τόσος) με επιρρμ. κατάλ -θεν (πρβλ. ὅ-θεν, πό-θεν)].
Dictionary of Greek. 2013.